ταῦρε

ταῦρε
ταῦρος
bull
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ταῦρε — Ταῦρος bull masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лита́вры — тавр, мн. (ед. литавра, ы, ж.). Ударный музыкальный инструмент, состоящий из двух полушарий, обтянутых кожей. [От греч. (πο)λυ много и ταυρεα барабаны] …   Малый академический словарь

  • Ταυρεασταί — και Ταυριασταί, οἱ, Α (στην Έφεσο και στην Ιστρία) λάτρεις τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος / ταύρε(ι)ος + κατάλ. (α)στής (πρβλ. Ἀσκληπιασταί)] …   Dictionary of Greek

  • Ταυρών — και Ταυρειών και Ταυρεών, ῶνος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια, στη Μίλητο και στην Κύζικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος / ταύρε(ι)ος + επίθημα ών που απαντά σε ονομασίες μηνών (πρβλ. Κουρε ών, Ληναι ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”